ἰσχυρόχρως

ἰσχυρόχρως
ἰσχῡρό-χρως, ωτος, , ,
A gloss on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισχυρόχρως — ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρό χρως, λιπαρό χρως] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”